- παρινάριο
- (parinarium). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ροδιδών. Αριθμεί περίπου 50 είδη, που ζουν σε τροπικές ζώνες. Είναι δέντρα ή θάμνοι όρθιοι ή αναρριχώμενοι, με φύλλα επαλλάσσοντα, με παράφυλλα. Τα άνθη τους είναι ζυγόμορφα, με 5 σέπαλα, 5 πέταλα και 5 έως 6 στήμονες. Η ωοθήκη τους είναι μονόχωρη και ο καρπός τους δρύπη, με πυρήνα που περιέχει έναν μόνο σπόρο. Μερικά είδη δίνουν καρπό εδώδιμο. Τα πιο γνωστά είδη π. είναι το π. το μακρόφυλλο, το π. το εξαίρετο και το π. το κουρατελλόφυλλο. Τα φυτά αυτά είναι ιθαγενή του Ζαΐρ, όπου με ζύμωση του καρπού τους παράγεται δροσιστικό ποτό. Από το άλεσμα των σπόρων τους παράγεται εξάλλου ένα είδος κόκκινου πιπεριού.
Dictionary of Greek. 2013.